τσεκούρωμα

τσεκούρωμα
το, -ατος
και τσικούρωμα, το -ατος
1. χτύπημα, κόψιμο με τσεκούρι.
2. μτφ., αυστηρή τιμωρία: Τι τσεκούρωμα ήταν αυτή η καταδίκη!
3. απόρριψη μαθητών στις εξετάσεις: Μεγάλο τσεκούρωμα έγινε τον Ιούνιο στο σχολείο μας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσεκούρωμα — το, Ν [τσεκουρώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσεκουρώνω …   Dictionary of Greek

  • τσικούρωμα — το, ατος βλ. τσεκούρωμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”